Το σπήλαιο ανοίγεται στο ανατολικό τμήμα δολίνης που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση τμήματός του. Διακρίνεται από αψιδωτή είσοδο με θέα τον Ψηλορείτη, ενώ εσωτερικά αποτελείται από δύο κύριες αίθουσες, η πρώτη μεγίστων διαστάσεων 50 x 30 μ. και η δεύτερη 40 x 5 μ., ύψους περίπου 16-25 μ., που αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα με έντονη κλίση και πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο.
Πρόκειται για σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, κηρυγμένο, αξιοποιημένο και επισκέψιμο. Αρχαιολογικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν αρχικά από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και στη συνέχεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία (ΚΕ’ ΕΠΚΑ) υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Ε. Γαβριλάκη έφεραν στο φως πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα. Η έρευνα απέδειξε ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κατοίκησης (αγγεία, εστίες, εργαλεία, οστεολογικό υλικό) αλλά και ως χώρος λατρευτικής δραστηριότητας (χάλκινος πέλεκυς, ειδώλια, λυχνάρια) κατά την Τελική Νεολιθική και Πρωτομινωική περίοδο (~3.600-2.900 π.Χ), τη Μεσομινωική (~2.100-1.600 π.Χ) και Υστερομινωική περίοδο (~1.600π.Χ.), ενώ τεκμηριώνεται η χρήση του ως λατρευτικού χώρου και τον 3ο, 4ο και 7ο αιώνα π.Χ. Στην είσοδο αποκαλύφθηκαν επιγραφές, κάποιες του 1ου ή 2ου αιώνα π.Χ. (Ρωμαϊκή περίοδος), που σχετίζονται με τη λατρεία του Ερμή (Ιππώναξ Διοκλείος Ερμάι ευχάν).
Το σπήλαιο παρουσιάζει και ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας 370 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στο εσωτερικό του, αρνούμενα να παραδοθούν, πέθαναν από ασφυξία, όταν οι Τούρκοι έριξαν εύφλεκτες ύλες. Στην αίθουσα αυτή διατηρείται πέτρινο οστεοφυλάκιο, ενώ παρεκκλήσι έχει χτιστεί στην είσοδο.